- πάνδουλος
- πάν-δουλος, ganz Sklave
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πάνδουλος — ον, Α ο εντελώς δούλος, ο κατά τα πάντα και σε όλους δούλος … Dictionary of Greek
πάνδουλον — πάνδουλος slave to all masc/fem acc sg πάνδουλος slave to all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδούλους — πάνδουλος slave to all masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek